σταυριώτες

σταυριώτες
οι, Ν
κρυπτοχριστιανοί τής Μικράς Ασίας και άλλων περιοχών κατά την τουρκοκρατία που είχαν μόνο φαινομενικά εξισλαμιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. στρατ-ιώτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”